Το φαινόμενο του εξισλαμισμού, από τα σημαντικότερα στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, εμφανίστηκε ήδη κατά την Φραγκοκρατία όταν ένας Φλάτρο, της γνωστής ευγενούς οικογένειας του νησιού, αναφέρεται ότι είχε γίνει αμηράς των Μαμελούκων της Αιγύπτου μετά την εισβολή τους στην Κύπρο στα 1425-1426, όπως γράφει ο Γεώργιος Βουστρόνιος. Προφανώς αυτός δεν ήταν ο μόνος, κι ας μη έχουμε άλλες σχετικές ονομαστικές μαρτυρίες.
Κανένας, όμως δεν φαίνεται να έζησε στο νησί ως το 1570, οπότε άρχισε η οθωμανική εκστρατεία. Ούτε κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (649 - 963/4) είναι γνωστός εξισλαμισμός Κυπρίου που να έμεινε στην πατρίδα του, αν και πιθανώς μερικοί αιχμάλωτοι των Αράβων ή άλλοι Κύπριοι εξισλαμίσθηκαν εκτός Κύπρου, όπως και άλλοι Βυζαντινοί (π.χ. ο Λέων ο Τριπολίτης και ο Νταμιάνα που επέδραμε στην Κύπρο στα 912) και μολονότι κάποιες ιδεολογικές επαφές με το Ισλάμ υπήρξαν.
Τζαμί πρώην εκκλησία Αγίας Σοφίας - Πάφος |
Ιουλίου 1570 μετέφεραν πληροφορίες από
Τζαμί πρώην εκκλησία Αγίου Νικολάου - Χρυσοχού - Πάφος |
Η επόμενη μαρτυρημένη περίπτωση εξισλαμισμού είναι εκείνη των 17 προσώπων που στα μέσα Αυγούστου 1570 εξισλαμίσθηκαν έναντι αμοιβής κατά το Ruus Defteri. Ακολουθούν οι περιπτώσεις του Φιλίππου Παλαιολόγου γιου της Ελένης, αδελφής του ιστοριογράφου Στέφανου Λουζινιανού, και του Δημητρίου Παλαιολόγου. Ο πρώτος συνελήφθη στις 9. 9. 1570 κατά την άλωση της Λευκωσίας. Στις 24. 10. 1570, τρία πρόσωπα από την Κερύνεια εξισλαμίσθηκαν στο οθωμανικό στρατόπεδο έξω από την Αμμόχωστο και πήραν τιμάρια 10.000 άσπρων ο πρώτος που ήταν ευγενής, 7.000 ο δεύτερος και 6.000 ο τρίτος, παίρνοντας τα ονόματα Mahmud Abdullah, Yusuf Abdullah και Mustafa Abdullah αντιστοίχως (Abdullah = Χριστόδουλος). Η Φρουρά της Κερύνειας που παρέδωσε την πόλη στις 19. 9.1570, πήρε αμοιβές και ασυδοσία χωρίς εξισλαμισμό: Gaspio [πρβλ. Κασπής], Piero γιός του Τζαμάρτα κ.λ.π. [στα μέσα του 19ου αι. στη Λάπηθο υπήρχε οικογένεια Τζαμάρτα]... Στις 26. 2. 1571 ένα μέλος της φρουράς της Κερύνειας τούρκεψε (Μουσταφάς) και πήρε ετήσια αμοιβή 4.000 άσπρα από φεουδαλική πρόσοδο, καθώς και τέσσερις γιοι Βενετών ευγενών της φρουράς της Αμμοχώστου (venedikli bey-zade), που πήραν 10.000, 8.000, 7.000 και 4.000 άσπρα αντιστοίχως. Στις 7. 3. 1571 άλλος γιος Βενετού ευγενούς από την ίδια πόλη (Μεχμέτ) πήρε 8.000 άσπρα. Στις 1 και 11. 4. 1571 ένας άλλος που έγινε Μεχμέτ, πήρε την διοίκηση του λιμανιού της Κερύνειας ως αμοιβή. Στις 8 και 25. 8. 1571, μετά την παράδοση της Αμμοχώστου, δυο ακόμη προσωπικότητες τούρκεψαν: ο ένας, Μεχμέτ, που πήρε 20.000 άσπρα ήταν ο κόμης Hercules Martinengo. Οι «αρχηγοί» του «Λαϊκού Κόμματος» στα 1600 Μεμί και Μουσταφά (που ανέλαβαν να καταλάβουν την Αμμόχωστο από τους Τούρκους και να την παραδώσουν στον δούκα της Σαβοΐας, που θα τους επέστρεφε τις οικογενειακές τους περιουσίες τις οποίες είχαν χάσει στα 1570 και θα διόριζε τον θείο τους μοναχό Παρθένιο στην πρώτη κενούμενη επισκοπή του νησιού), ήταν αποστάτες ευγενών οικογενειών που εξισλαμίσθηκαν «κατ' ανάγκην» στα 1570, χάνοντας όμως τουλάχιστον κάποιο μέρος από τις περιουσίες τους. Ο επίσκοπος Κυρηνείας Παρθένιος, που στα 1605 απαντάται στη θέση αυτή, πιθανώς να ήταν ο θείος των δυο αποστατών, που πρέπει να ζούσαν στην Αμμόχωστο, απ' όπου και άλλοι πολλοί Ιταλοί είχαν διαφύγει λίγο προ της παραδόσεώς της (1. 8. 1581) και εξισλαμισθεί. Αρκετοί από αυτούς κατοίκησαν στο χωριό Λουρουτζίνα όπου στα 1572 ανάμεσα στους φόρους που πλήρωναν περιλαμβανόταν και ο φόρος για τους χοίρους - άρα εθεωρούντο ακόμη Χριστιανοί.
Τζαμί πρώην εκκλησία Παναγίας Παντάνασσας - Χούλου - Πάφος |
Οι περιπτώσεις ευγενών και μελών των αρχουσών τάξεων και αμάδων που εξισλαμίσθηκαν στα 1570/71, διατηρώντας μέρος της περιουσίας τους, είναι αρκετές και στοιχειοθετούν κοινωνικό ρεύμα και τακτική που δεν περιοριζόταν στην Κύπρο αλλά χαρακτήριζε τη συμπεριφορά την ηττημένων χριστιανικών ηγετικών τάξεων όλων των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Η συνεργασία με τον κατακτητή στην Κύπρο ήταν για τις τάξεις αυτές αναγκαιότητα, για να εμποδίσουν και/ή να περιστείλουν την πιθανή επικράτηση των δουλοπάροικών τους, που επειδή είχαν καλέσει τους Τούρκους, ανέμεναν να επικρατήσουν μέσω του νέου καθεστώτος. Στην ίδια κατηγορία υπάγονται και οι εξισλαμισμοί ευγενών χήρων κυριών που παντρεύονταν σπαχήδες Τούρκους και διατηρούσαν έτσι τη περιουσία τους, όπως η δέσποινα του φέουδου της Μάνιας κοντά στην Άσσια (οικογένεια Maniali-Hilmi), η δέσποινα του φέουδου της Ποταμιάς που μετά την άλωση της Λευκωσίας (9. 9. 1950) πήρε τον σπαχή Ibrahim Menteschoghlou, κι έτσι δημιουργήθηκε η οικογένεια Μεντεσιόγλου-Ποταμιαλή που ζει ως τώρα στην Ποταμιά διατηρώντας μέρος του φέουδου και στενές σχέσεις με χριστιανικές οικογένειες- παλαιότερα κυρίως συγγενικές.
Άλλοι Λουζινιανοί και μέλη άλλων ευγενών οικογενειών εξισλαμίζονταν στην αρχή επιφανειακά, με στόχο την επάνοδο στον Χριστιανισμό υπό κατάλληλες συνθήκες, όπως π.χ. ο Φίλιππος Παλαιολόγος που εξισλαμίσθηκε, αλλά ήταν στα 1580 αιχμάλωτος με την αδελφή του στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς διότι ο εξισλαμισμός του δεν φαινόταν ειλικρινής. Για να γλυτώσει από τον εξισλαμισμό η αδελφή του Στέφανου Λουζινιανού, Ισαβέλλα, παντρεύτηκε φτωχό ράφτη και ζούσε μαζί του στην Συλίκου στα 1580, ενώ ο γιος τους Φίλιππος κινδύνευε να γίνει γενίτσαρος. Στα 1595 δυο κόρες του ευγενούς Λουκιανού Δενόρες ή Ντενόρες ήσαν - από καιρό - αντιστοίχως στην Κωνσταντινούπολη παντρεμένες με νέο Τούρκο πρίγκιπα και ένα εξωμότη βοεβόδα λεγόμενο Φλαγγίνι, από τη γνωστή βενετική κυπριακή οικογένεια. Η μητέρα του σουλτάνου Αχμέντ Α' Χεντάν ήταν Κύπρια από την οικογένεια Flatro. Απ' αυτήν και άλλες όμοιας καταγωγής ο Κύπριος ευγενής ισπανικής καταγωγής Ιάσων Βουστρώνιος έπαιρνε πληροφορίες και τις πουλούσε στον βασιλιά της Ισπανίας.
Στην πρώτη εκατονταετία μετά την άλωση (1571 - 1670) οι εξισλαμισμένοι Κύπριοι ευγενείς μαζί με τους εξισλαμισμένους συγγενείς τους, που κατόρθωσαν να λάβουν σημαντικές θέσεις στην ανασυσταθείσα τότε Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία του νησιού και στην πυραμίδα της λαϊκής κοινωνίας, συνεργάζονταν στη νομή και εκμετάλλευση των πόρων και των θέσεων του τόπου: κατένειμαν τα πάντα μεταξύ τους - επισκοπικές έδρες, φορολογία, δασμούς, εμπόριο κλπ.
Τζαμί πρώην εκκλησία Αγίας Ανθούσας - Πελαθούσα - Πάφος |
Εικόνα Αγίας Ανθούσας |
Τζαμί πρώην εκκλησία Αγίου Ανδρονίκου - Πόλις Χρυσοχούς |
Νέες διαστάσεις έλαβε ο εξισλαμισμός στα 1821, οπότε οι σφαγές των προκρίτων ώθησαν αρκετούς στην αποστασία, αρχικά φαινομενική, όπως συνέβαινε και προηγουμένως. Μερικοί, όπως ο Ανδρέας Σολομονίδης (βλέπε εδώ), που κατηγορήθηκε από τον Γ. Κηπιάδη κ.ά. ότι αποστάτησε για να επιτύχει οφέλη, συνέχισαν τους δεσμούς τους με την Εκκλησία και έμειναν μυστικά Έλληνες. Ο Ανδρέας Σολομονίδης μάλιστα υπέβαλε στα 1825 και στα 1828 μυστικά έγγραφα στις τότε ελληνικές κυβερνήσεις, ζητώντας τη συμπερίληψη της Κύπρου στο υπό ίδρυση Ελληνικό κράτος και διακηρύσσοντας την πίστη του στον Ελληνισμό με δραματικό και τραγικά σπαρακτικό ύφος. Οι απόγονοι αρκετών από τις επιφανείς οικογένειες που εξισλαμίσθηκαν στα 1821, επέστρεψαν στον Χριστιανισμό αργότερα όταν τα πνεύματα ηρέμησαν. Οι χωρικοί όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν μπόρεσαν να πράξουν το ίδιο, γιατί δεν ενθαρρύνθηκαν από τις γενικότερες συνθήκες και δη από την Εκκλησία, όταν υπό την Αγγλοκρατία επεδίωξαν να επιστρέψουν στο πάτριο θρήσκευμα και στον Ελληνισμό. Αν και όχι λίγοι χωρικοί Λινοβάμβακοι, όπως λέγονταν οι επιφανειακά εξισλαμισμένοι, κρυφοί Χριστιανοί, επέστρεψαν στο πάτριο θρήσκευμα μεταξύ 1878 και 1912 λόγω ελευθερίας εκφράσεως που επεκράτησε με τη βρετανική κατοχή, ωστόσο οι περισσότεροι δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να κάμουν το ίδιο. Με λίγες εξαιρέσεις η Εκκλησία αδιαφόρησε ή και αντέδρασε στην επιστροφή τους, θεωρώντας τους απολωλότα πρόβατα όπως γράφει ο Γ. Σ. Φραγκούδης στην Κυπρίδα (1881). Όταν στα 1908 ο διοικητής Λάρνακος Mitchell γράφει στο περιοδικό Nineteenth Century τη μελέτη του περί Λινοβαμβάκων, τους ανεβάζει σε 8.000 -10.000, αλλά προφανώς αγνοεί τα πέραν της επαρχίας του δεδομένα, που μαρτυρούσαν ως πρόσφατα (1955) ότι η τεράστια πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ήσαν κρυπτοχριστιανοί, φαινομενικά εξισλαμισμένοι, Λινοβάμβακοι, που τούρκεψαν υποχρεωτικά, σε βάθος και οριστικά με την πόλωση που επέφερε το κίνημα της ΕΟΚΑ και οι μετέπειτα εξελίξεις. Ήθη, έθιμα, γλώσσα, μυστική λατρεία, λαϊκή παραδοσιακή μουσική και ποίηση, ενδυμασία, συγχρωτισμός με τους Ελληνοκυπρίους, φοίτηση αρκετών σε ελληνικά σχολεία κλπ, μαρτυρούσαν περίτρανα την πραγματική προέλευση και κουλτούρα των τραγικών αυτών ανθρώπων, που η απρονοησία και η έλλειψη ιστορικής συνειδήσεως στην ελληνοκυπριακή ηγεσία τους άφησε έρμαιο στα χέρια του σκληρού πυρήνα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. η τελευταία με συστηματική εργασία επέτυχε την προσέλκυση και αφομοίωση των πλείστων, εντάσσοντάς τους έτσι στον γεωπολιτικό σχεδιασμό της επεκτατικής ηγεσίας της Τουρκίας ή δημιουργώντας σε μεγάλο βαθμό η ίδια αυτόν τον επεκτατισμό. Ως το 1922 η επιστροφή των κρυπτοχριστιανών στο Χριστιανισμό ήταν δυνατή. Αλλά η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και τα κινήματα στην Κύπρο του 1931 και δη του 1955, αποξένωσαν τους πλείστους και τους ώθησαν από φόβο στις αγκάλες του Τουρκισμού που καραδοκούσε.
Τζαμί πρώην εκκλησία Αγίας Ειρήνης - Τίμη - Πάφος |
Ενώ είναι γεγονός ότι αριθμός εξισλαμισθέντων ήταν μη ορθοδόξου προελεύσεως αλλά λατινικής και άλλων -Μαρωνίτες, Αρμένιοι, Ιταλοί, Γάλλοι κλπ.-ωστόσο η απαγόρευση της Λατινικής Εκκλησίας από τους Τούρκους μετά το 1571 τους έστρεψε αναγκαστικά σε μυστική επαφή με την μόνη υπάρχουσα Εκκλησία, την Ορθόδοξη. Αυτή τους παρείχε τα μυστήρια μυστικά, τελούσε μυστικά τους γάμους, τις βαπτίσεις και τις κηδείες τους, τους έδινε μυστικά οίνον και άρτον για μετάληψη, μύρο, κλπ., κυρίως μέσω των αγροτών ιερέων, στο επίπεδο των χωριών αλλά και στις πόλεις. Εν τούτοις μετά το 1878 (έναρξη της Αγγλοκρατίας) η Εκκλησία απέτυχε να ολοκληρώσει το έργο που είχε θεμελιωθεί επί Τουρκοκρατίας από τους ίδιους τους εξισλαμισθέντες πιστούς της και δεν ανέλαβε συστηματική πρωτοβουλία επιστροφής τους - μ΄ελάχιστες εξαιρέσεις. Η σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία με ισχυρούς θεσμούς -σχολεία, τζαμιά, προπαγάνδα, έντυπα κλπ. -και οικονομική ακόμη βοήθεια προς τους εξισλαμισθέντες, επιτυγχάνει την αποξένωσή τους από την ελληνοκυπριακή κοινότητα (παράδειγμα οικονομικής βοήθειας η εξόφληση των χρεών των Τηλλύρων Λινοβαμβάκων από τον πλούσιο Λαρνακέα έμπορο Κενάν στα τέλη του 19ου αι., και στις αρχές του 20ού, κάτι που δεν έπραξαν οι ελληνοκυπριακοί ηγετικοί κύκλοι από τους οποίους ζήτησαν οι Τήλλυροι). Αντίθετα προς την κατάσταση που μαρτυρείται από τα προξενικά έγγραφα του 19ου αι., οπότε ζητούν απεγνωσμένα τη βοήθεια των προξένων στη Λάρνακα, οι Λινοβάμβακοι τώρα δεν ανθίστανται πια στον πλήρη εκτουρκισμό, αφού αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από εκείνους από τους οποίους περίμεναν βοήθεια, και ρυμουλκούνται από τους παλαιούς δυνάστες των (έτσι αποκαλούσαν στα 1765 τους Τούρκους οι εξεγερμένοι τότε εξισλαμισμένοι Κύπριοι χωρικοί κατά τον Georg Niehbur). Οι Τούρκοι τώρα τους παρέχουν «σανίδα ασφαλείας», μια σταθερή ηθικοθρησκευτική ταυτότητα που επί αιώνες εστερούντο ζώντας σε επικίνδυνη διελκυστίνδα.
Εκεί όπου απέτυχαν η Λατινική Εκκλησία -που με αποστολή στη Λεμεσό στις αρχές της Αγγλοκρατίας προσπάθησε μάταια να επαναφέρει στο λατινικό δόγμα τους εξισλαμισθέντες των γύρω χωριών, που αισθάνονται κρυφά Ορθόδοξοι και όχι Καθολικοί, -και η Ορθόδοξη Εκκλησία -που είχε όλο τον καιρό και την προσφορά των Λινοβαμβάκων στη διάθεσή της, αλλά όχι την βούληση και την οργάνωση-, με την βρετανική βοήθεια, σιωπηρή και αδιόρατη, αλλά βέβαια θετική θριάμβευσε η μειονοτική σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία, για ν' ανατρέψει μέσω αυτών των φανατικών πλέον Τούρκων, την ιστορική εξέλιξη του νησιού και της περιοχής.
Κώστας Π. Κύρρης
Τέσσερις περιπτώσεις χωριών της Κύπρου, που σχετίζονται με το ζήτημα του εξισλαμισμού:
Πρώτον, είναι εκείνα τα χωριά των οποίων η ύπαρξη μαρτυρείται επαρκώς, πολύ πριν την παρουσία Τούρκων στην Κύπρο. Χωριά, δηλαδή που υφίσταντο και πριν το 1570 και που πολύ αργότερα εμφανίζονται ως αμιγώς τουρκοκυπριακά. Το τουρκοκυπριακό χωριό Φοίνικας, για παράδειγμα, στην επαρχία Πάφου, ήταν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας έδρα μίας των Διοικήσεων (Κομμανταριών) του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών. Η τουρκοποίησή του οφείλεται κυρίως στο ότι, μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, σε χωριά που αποτελούσαν κέντρα τοπικών διοικήσεων ή διαμερισμάτων, είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι διοικητικοί υπάλληλοι. Τέτοια χωριά είτε σταδιακά εκτουρκίστηκαν πλήρως, είτε κατέστησαν μικτά, όπως η Λεύκα, η Αυδήμου, η Χρυσοχού κ.α.
Δεύτερον, είναι εκείνα τα χωριά που είναι αμιγώς τουρκοκυπριακά αλλά φέρουν αγιολογικά χριστιανικά ονόματα, όπως Άγιος Ιωάννης, Άγιος Συμεών κ.α. Τα χωριά αυτά θα πρέπει να ήσαν επίσης ιδρυμένα πριν το 1570, πριν την ύπαρξη, δηλαδή, στην Κύπρο κανενός Οθωμανού κατοίκου, εφόσον οι αγιολογηικές τους ονομασίες παραπέμπουν στη Βυζαντινή περίοδο.
Τρίτον, αρκετά επίσης χωριά με αγιολογικά ονόματα, όπως για παράδειγμα ο Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας, υπήρξαν μικτά, με τα δυο στοιχεία, ελληνικό και τουρκικό, να συνυπάρχουν αρμονικά. Σύμφωνα προς μαρτυρίες των αρχών της περιόδου της Αγγλοκρατίας (τέλη του 19ου αιώνα) σε τέτοια χωριά γίνονταν και μικτοί γάμοι αρκετά συχνά. Μικτά κατέστησαν και πολλά χωριά, με ονόματα που είναι συνήθως αρχαίας ελληνικής ρίζας και που η ύπαρξή τους μαρτυρείται πολύ πριν την παρουσία των Τούρκων στην Κύπρο. Τέτοια χωριά πριν την τουρκική κατάκτηση ήσαν φέουδα και αμέσως μετά συνέχισαν να ήσαν φέουδα αλλά με οθωμανικές διοικήσεις, οπότε η παρουσία τοπικών Τούρκων αφεντάδων συνέλαβε στον εξισλαμισμό αριθμού κατοίκων τους.
Τέταρτον, μικρά και σχετικά απομονωμένα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι αναγκάστηκαν, λόγω της μεγάλης καταπίεσης και τυραννίας να γίνουν κρυπτοχριστιανοί. Να είναι δηλαδή δηλωμένοι Μουσουλμάνοι, ενώ στα κρυφά παρέμεναν Χριστιανοί. Παραδείγματα τέτοιων χωριών υπάρχουν αρκετά, όπως λ.χ. τα χωριά Βρέτσια, στην επαρχία Πάφου, Παλαιές (Κάτω) Κιβίδες στην επαρχία Λεμεσού, η Γαληνόπωρνη στην Καρπασία κ.α. Τα Βρέτσια φέρουν αρχαίο ελληνικό όνομα, η Γαληνόπωρνη βυζαντινό, οι Κιβίδες ήσαν φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ είναι μεταξύ διάφορων ξένων επισκεπτών της Κύπρου, της περιόδου της Τουρκοκρατίας, που δίνει μαρτυρίες για εξισλαμισμούς. Αναφέρει ότι στα μεγαλύτερα χωριά υπήρχε αλληλοβοήθεια και μεγαλύτερη ικανότητα αντίστασης, αλλά τα μικρότερα ήσαν εκείνα που δέχονταν τη μεγαλύτερη καταπίεση, είχαν τη λιγότερη δυνατότητα αντίστασης και εκτουρκίζονταν.
Τουρκοκύπριοι από το Κιβισίλι - Λάρνακα |
Κώστας Π. Κύρρης
Τέσσερις περιπτώσεις χωριών της Κύπρου, που σχετίζονται με το ζήτημα του εξισλαμισμού:
Πρώτον, είναι εκείνα τα χωριά των οποίων η ύπαρξη μαρτυρείται επαρκώς, πολύ πριν την παρουσία Τούρκων στην Κύπρο. Χωριά, δηλαδή που υφίσταντο και πριν το 1570 και που πολύ αργότερα εμφανίζονται ως αμιγώς τουρκοκυπριακά. Το τουρκοκυπριακό χωριό Φοίνικας, για παράδειγμα, στην επαρχία Πάφου, ήταν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας έδρα μίας των Διοικήσεων (Κομμανταριών) του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών. Η τουρκοποίησή του οφείλεται κυρίως στο ότι, μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, σε χωριά που αποτελούσαν κέντρα τοπικών διοικήσεων ή διαμερισμάτων, είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι διοικητικοί υπάλληλοι. Τέτοια χωριά είτε σταδιακά εκτουρκίστηκαν πλήρως, είτε κατέστησαν μικτά, όπως η Λεύκα, η Αυδήμου, η Χρυσοχού κ.α.
Δεύτερον, είναι εκείνα τα χωριά που είναι αμιγώς τουρκοκυπριακά αλλά φέρουν αγιολογικά χριστιανικά ονόματα, όπως Άγιος Ιωάννης, Άγιος Συμεών κ.α. Τα χωριά αυτά θα πρέπει να ήσαν επίσης ιδρυμένα πριν το 1570, πριν την ύπαρξη, δηλαδή, στην Κύπρο κανενός Οθωμανού κατοίκου, εφόσον οι αγιολογηικές τους ονομασίες παραπέμπουν στη Βυζαντινή περίοδο.
Τρίτον, αρκετά επίσης χωριά με αγιολογικά ονόματα, όπως για παράδειγμα ο Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας, υπήρξαν μικτά, με τα δυο στοιχεία, ελληνικό και τουρκικό, να συνυπάρχουν αρμονικά. Σύμφωνα προς μαρτυρίες των αρχών της περιόδου της Αγγλοκρατίας (τέλη του 19ου αιώνα) σε τέτοια χωριά γίνονταν και μικτοί γάμοι αρκετά συχνά. Μικτά κατέστησαν και πολλά χωριά, με ονόματα που είναι συνήθως αρχαίας ελληνικής ρίζας και που η ύπαρξή τους μαρτυρείται πολύ πριν την παρουσία των Τούρκων στην Κύπρο. Τέτοια χωριά πριν την τουρκική κατάκτηση ήσαν φέουδα και αμέσως μετά συνέχισαν να ήσαν φέουδα αλλά με οθωμανικές διοικήσεις, οπότε η παρουσία τοπικών Τούρκων αφεντάδων συνέλαβε στον εξισλαμισμό αριθμού κατοίκων τους.
Τέταρτον, μικρά και σχετικά απομονωμένα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι αναγκάστηκαν, λόγω της μεγάλης καταπίεσης και τυραννίας να γίνουν κρυπτοχριστιανοί. Να είναι δηλαδή δηλωμένοι Μουσουλμάνοι, ενώ στα κρυφά παρέμεναν Χριστιανοί. Παραδείγματα τέτοιων χωριών υπάρχουν αρκετά, όπως λ.χ. τα χωριά Βρέτσια, στην επαρχία Πάφου, Παλαιές (Κάτω) Κιβίδες στην επαρχία Λεμεσού, η Γαληνόπωρνη στην Καρπασία κ.α. Τα Βρέτσια φέρουν αρχαίο ελληνικό όνομα, η Γαληνόπωρνη βυζαντινό, οι Κιβίδες ήσαν φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ είναι μεταξύ διάφορων ξένων επισκεπτών της Κύπρου, της περιόδου της Τουρκοκρατίας, που δίνει μαρτυρίες για εξισλαμισμούς. Αναφέρει ότι στα μεγαλύτερα χωριά υπήρχε αλληλοβοήθεια και μεγαλύτερη ικανότητα αντίστασης, αλλά τα μικρότερα ήσαν εκείνα που δέχονταν τη μεγαλύτερη καταπίεση, είχαν τη λιγότερη δυνατότητα αντίστασης και εκτουρκίζονταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου